συνατιμάζω

συνατιμάζω
Α [ἀτιμάζω]
ατιμάζω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνατιμάσει — συνατῑμάσει , συνατιμάζομαι aor subj act 3rd sg (epic) συνατῑμάσει , συνατιμάζομαι fut ind mid 2nd sg συνατῑμάσει , συνατιμάζομαι fut ind act 3rd sg συνατιμάζω insult aor subj act 3rd sg (epic) συνατιμάζω insult fut ind mid 2nd sg συνατιμάζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνατιμάζει — συνατῑμάζει , συνατιμάζομαι pres ind mp 2nd sg συνατῑμάζει , συνατιμάζομαι pres ind act 3rd sg συνατιμάζω insult pres ind mp 2nd sg συνατιμάζω insult pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνατιμάζουσι — συνατῑμάζουσι , συνατιμάζομαι pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνατῑμάζουσι , συνατιμάζομαι pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) συνατιμάζω insult pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνατιμασθέντας — συνατῑμασθέντας , συνατιμάζομαι aor part pass masc acc pl συνατιμάζω insult aor part pass masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνατιμασθέντες — συνατῑμασθέντες , συνατιμάζομαι aor part pass masc nom/voc pl συνατιμάζω insult aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνατιμασθήσεται — συνατῑμασθήσεται , συνατιμάζομαι fut ind pass 3rd sg συνατιμάζω insult fut ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνατιμᾶσθαι — συνατῑμᾶσθαι , συνατιμάζομαι fut inf mid συνατιμάζω insult fut inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνατιμάζεσθαι — συνατῑμάζεσθαι , συνατιμάζομαι pres inf mp συνατιμάζω insult pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνατιμάζονται — συνατῑμάζονται , συνατιμάζομαι pres ind mp 3rd pl συνατιμάζω insult pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνατιμάσαντες — συνατῑμάσαντες , συνατιμάζομαι aor part act masc nom/voc pl συνατιμάζω insult aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”